- γρυπαλώπηξ
- γρῡπᾰλώπηξ, ἡ,A griffin-fox, nickname in Hp.Epid.6.8.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γρυπαλώπηξ — η (Α) (κωμική λέξη) καμπουριασμένη αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυπός + αλώπηξ] … Dictionary of Greek
γρυπαλώπηξ — griffin fox fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)